-
1 δάμνημι
δάμνημι (v. also foreg.),A = δαμάζω, τὴν μὲν.. δάμνημ' ἐπέεσσι Il.5.893; δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ib. 746, etc.;ἄνδρ' ἀγαθὸν πενίη δάμνησι Thgn.173
;πενία.. δ. λαόν Alc.92
:—[voice] Med.,ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους Il.14.199
;ἀλλά με χεῖμα δάμναται Od.14.488
;Ἔρος δ. νόον Hes.Th. 122
, cf. Archil.85, A.Pr. 165, Q.S.11.25:—[voice] Pass.,πυκνὰ καρήαθ' ὑφ' Ἕκτορι δάμνατο Il.11.309
; ; ; (lyr.); imper.μηκέτι δάμναο θυμόν Maiist.51
: [tense] pf. part. forced, seduced,Leg.Gort.
2.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάμνημι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский